Στα καραγκούνικα χωριά μεγάλο ρόλο παίζει σε κάθε γιορτή το ζώο που θα σφαγιαζόταν και θα προσφερόταν στο γιορτινό τραπέζι. Η περίοδος από το Πάσχα και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία του αρνιού, ενώ το φθινόπωρο και κυρίως τα Χριστούγεννα "βασιλιάς" στα κρεατικά είναι το γουρούνι.
Τα γουρούνια που θα σφάζονταν το χειμώνα ήδη εκτρέφονταν από τα τέλη της άνοιξης, ενώ το σφάξιμό τους είναι ένα από τα σημαντικότερα Χριστουγεννιάτικα έθιμα .Όπως κατά την ημέρα της Λαμπρής κάθε καραγκούνικο
σπίτι θα έσφαζε και θα έψηνε το πατροπαράδοτο αρνί, έτσι και κατά τα
Χριστούγεννα δεν υπήρχε σπίτι σ’ οποιοδήποτε καραγκούνικο χωριό, που να μην
έσφαζε το καλοθρεμμένο γουρούνι. Το αγόραζαν από το μήνα Μάιο μικρό και το έτρεφαν
με κολοκύθια και πίτυρα, ενώ συνήθως όλο το καλοκαίρι βρισκόταν κοντά σε νερό,
είτε στο ποτάμι, είτε σε γούρνα (λάκκος με νερό) με νερό. Το φθινόπωρο πάλι, το συντηρούσαν
μέσα στο κουμάσι (χώρος εκτροφής). Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε
γουρούνι. Θα ήταν σπίτι παρακατιανό, φτωχό, ανοικοκύρευτο.
Εξάλλου ήταν πολύ απαραίτητο για ένα αγροτικό
σπίτι, γιατί απ’ το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, δηλαδή το λίπος, το κρέας, τις
τσιγαρίδες, τα λουκάνικα και τα γουρουνοτσάρουχα. Με τη λίπα έφτιαχναν τις
διάφορες πίτες και τα φαγητά τους, γιατί το λάδι δεν υπήρχε παρά μόνο ελάχιστο
για τα όσπρια και τις καντήλες στα εικονοστάσια των σπιτιών τους. Με τα κρέατα
δε, τις τσιγαρίδες και τα λουκάνικα έφτιαχναν διάφορα φαγητά για ένα περίπου
τρίμηνο.
Η γουρουνοχαρά με τις δοξασίες και τελετουργίες της έπαιρνε
πανηγυρικό χαρακτήρα. Τα γουρούνια θα τα
έσφαζαν από 26 Δεκεμβρίου μέχρι 4 Ιανουαρίου. Το
σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε
άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες
άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.
Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν
στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα
του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή
ονομαζόταν “γρουνοστέφανος ή γουρου-νοστέφανος”. Υπάρχουν όμως
και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα
Χριστούγεννα. Η προετοιμασία
για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε
γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη
και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη
σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Για κάθε σφαγή
μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που είχαν ηλικία
πολλές φορές 20-25 ετών. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι
και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γουρνουχαρά”. Όταν
μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε
το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρνουχαρά”.
Την ημέρα της σφαγής, ήταν όλα τα
απαραίτητα σύνεργα έτοιμα: Ακονισμένα μαχαίρια, ψαλίδια, τσεκούρι, κοκκαλάρια,
καζάνι κλπ. Ετοίμαζαν και φαγητό, συνήθως πίτες και κότες για το μεσημέρι. Κατά
τις 10 το πρωί κατέφταναν οι καλεσμένοι. Όλοι
έτοιμοι για δουλειά. Πολύ χαρούμενη ημέρα, πανηγυρική. Μια φορά το
χρόνο. Όψη εορτάσιμη. Αφού έπαιρναν το γουρούνι από το κουμάσι, οι άντρες το
έριχναν κάτω και ένας με μαχαίρι έκοβε το λαιμό του. Το αποτελείωνε με τον
μπαλτά ή το τροχισμένο τσεκούρι, αφού πριν έκανε το σημείο του σταυρού.
Το σκούξιμο του γουρουνιού ακουγόταν σ’ όλο το
χωριό και εμήνυε τη χαρά, που δοκίμαζε πλέον ο νοικοκύρης. Αυτή την ώρα έριχναν
τρεις τουφεκιές, για να φύγουν τα παγανά, για το καλό του σπιτιού. Η νοικοκυρά
έδινε μια φτυαριά με αναμμένη στάχτη και θυμίαμα στον σφαγέα ο οποίος θυμιάτιζε τους
εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να
εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του
γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Έλεγαν και διάφορες
ευχές όπως: «Με υγεία το
χοιροσφάγι και του χρόνου»
Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα στο δάκτυλο του και
επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο, για να είναι γερά από τις αρρώστιες , να
μην ματιάζονται και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Χαρούμενοι όλοι
και γελαστοί. Στη συνέχεια οι άντρες με τα μαχαίρια τού έκοβαν τα πόδια, το
κεφάλι, την ουρά και τα έδιναν στις γυναίκες , που τα έβαζαν στο καζάνι με το
βραστό νερό για την αποτρίχωσή τους και τα οποία προορίζονταν για πατσά. Μετά
το έγδερναν το τομάρι (δέρμα) , το οποίο αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα
τέσσερα και το κρατούσαν, για να φτιάξουν γουρουνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές
δουλειές.
Μετά έβγαζαν το παστό (πάχος) και το έδιναν στις
γυναίκες οι οποίες αφού το τεμάχιζαν, το έριχναν στο καζάνι και με το πατητήρι (ένα
κοντάρι περίπου 0,80 εκ.με κεφαλή τετράγωνη από σανίδι), έβγαζαν το ρευστό λίπος, το οποίο άδειαζαν σε
τενεκέδες, όπου πάγωνε και έτσι γινόταν η νόστιμη λίπα. Αποτελούσε τιμή για τον
νοικοκύρη που έβγαζε 6-7 τενεκέδες λίπα.
Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας χρησιμοποιούσαν
το λίπος όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις
που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους
χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως
φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν
καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.
Με τα τσεκούρια μετά έκοβαν το κρέας και έβαζαν τα κομμάτια
αλατισμένα σε πιθάρια , που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και ,
που τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Έφτανε πλέον μεσημέρι. Η τάβλα
έτοιμη τους περίμενε να φάνε και να πιούν το ντόπιο κρασί. Άλλοι πάλι έκοβαν τα
πράσα σε μικρά-μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα. Μετά
το φαγητό οι άντρες έκοβαν το ανάλογο κρέας πάνω στην τάβλα, με τα ψαλίδια, το
οποίο ανακάτωναν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν στην κατσαρόλα και τα
ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι, αλάτι. Έτσι γινόταν το
σύβρασμα με το οποίο γέμιζαν τα λουκάνικα. Συνήθως έφτιαναν 9-11 λουκάνικα
γεμίζοντας τα έντερα.
Τα λουκάνικα μετά τα περνούσαν σ’ ένα ξύλινο δοκάρι
και τα κρεμούσαν στη βεράντα του σπιτιού για να στεγνώσουν. Αυτά αποτελούσαν το
πρόχειρο, μα νόστιμο και εκλεκτό φαγητό των καραγκούνηδων. Οι άντρες μετά
έφευγαν για τα σπίτια τους. Το βράδυ όμως, σαν σουρούπωνε για καλά ξαναπήγαιναν
στο σπίτι του νοικοκύρη, για να φάνε και να γλεντήσουν , να χαρούν και να
απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Σταθμός λοιπόν για τους καραγκούνηδες η γουρουνοχαρά.
Παρόλο που οι καραγκούνηδες δεν εκφράζονταν για τον βαθύτερο σκοπό της τελετής
αυτής όπως περιγράφηκε , εξηγείται ο
σκοπός αυτός, αν ανατρέξει κανείς στις τελετουργίες του προχριστιανικού
κόσμου και ιδιαίτερα του ελληνορωμαϊκού.
Όπως οι Ρωμαίοι γιορτάζοντας στο τέλος του χρόνου
τα Brumalia θυσίαζαν χοίρους προς τιμή του Κρόνου και της
Δήμητρας , έτσι και στους καραγκούνηδες
η γουρουνοχαρά σκοπεύει εκτός από τα άλλα και στην καλή σοδειά, ευτυχία και
στην απαλλαγή από τα κακά πνεύματα. Ο αποκεφαλισμός του γουρουνιού απελευθερώνει
δυνάμεις ταυτόχρονα. Αντιδαιμονικό και καθαρτήριο είναι και το αλάτι, όπως και η φωτιά και το
θυμίαμα. Από την άλλη η εξέταση των εντοσθίων
για την πρόβλεψη του μέλλοντος και του καιρού είναι αρχαία συνήθεια του
μεσογειακού κόσμου. Ο χριστιανισμός παραμέρισε την ειδωλολατρική πλευρά στην
σχετική τελετουργία, χωρίς όμως να την καταργήσει ολοκληρωτικά.